- νυχίων
- νύχιοςnightlyfem gen plνύχιοςnightlymasc/neut gen plνύχιοςnightlymasc/fem/neut gen plνύχοςneut gen pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλλυντικά — Παρασκευάσματα που χρησιμοποιούνται για την υγιεινή περιποίηση και τον καλλωπισμό του δέρματος, των νυχιών, των μαλλιών κλπ. Τα διάφορα κ. προσφέρονται στο εμπόριο με τη μορφή ελαίων, γαλακτωμάτων, αλοιφών (κρέμες), σκόνης (πούδρες), υδατικών ή… … Dictionary of Greek
λευκωνυχία — και λευκονυχία, η λευκή χρώση τών νυχιών που οφείλεται σε διείσδυση φυσαλλίδων αέρα ανάμεσα στα κύτταρα τού σώματος τών νυχιών και προκαλείται γενικά από ελάχιστους επαναλαμβανόμενους μικροτραυματισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
ονυχοφαγία — Συνήθεια να δαγκώνει κανείς τα νύχια του, συχνή μεταξύ των παιδιών, η οποία μπορεί να έχει παθολογική σημασία νευρωσικού τύπου, όταν παρουσιάζεται μαζί με άλλα συμπτώματα της πάθησης. Μερικές φορές παρατείνεται και κατά την ενηλικίωση και μπορεί… … Dictionary of Greek
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek
άχωρ — Είδος δερματομυκητίασης που οφείλεται στον μύκητα αχόριο του Schonlein. Προσβάλλει τον άνθρωπο και ιδιαίτερα τα παιδιά, καθώς επίσης και ορισμένα ζώα (άλογα, κουνέλια κ.ά.). Είναι νόσος μεταδοτική και μπορεί να εξαπλωθεί γρήγορα αρχίζοντας από το … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
ακετόνη — Άχρωμο υγρό με ευχάριστη οσμή, εύφλεκτο, διαλυτικό για πολλές ουσίες, όπως τα βερνίκια, ο σελουλοΐτης και άλλα σχετικά. Το μόριο της ένωσης αυτής περιέχει τρία άτομα άνθρακα, έξι άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου: ο χημικός της τύπος είναι… … Dictionary of Greek
ακρόνυχα — επίρρ. [ακρονύχι] 1. στην άκρη τού νυχιού 2. με το άκρο τών νυχιών, στις μύτες τών ποδιών … Dictionary of Greek
ανονυχία — η η έλλειψη νυχιών … Dictionary of Greek